- εφοδιαστής
- ο тот, кто снабжает, обеспечивает, снаряжает, экипирует; снабженец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφοδιαστής — ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω] νεοελλ. αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστής αρχ. 1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης 2. εισβολέας … Dictionary of Greek
χορηγητής — ο θηλ. χορηγήτρια 1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον. 2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)